- ματσαράγκα
- και ματσαραγκιά, η1. απάτη σε χαρτοπαικτικό παιχνίδι2. κάθε είδος απάτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mazzeranga].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ματσαράγκα — η (λ. ιταλ.), δόλος, απάτη: Μου έκανε ματσαράγκες για να μου φάει λεφτά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ματσαράγκας — ο [ματσαράγκα] απατεώνας … Dictionary of Greek